- μηνογένειον
- μηνογένειον, τὸ (Α)γλυκυσίδη*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -γένειον (< -γενής < γένος), πρβλ. ηρι-γένειον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηνογένειον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)